Ημέρα 3η: CIEV (Asociación Socioeducativa Eduplus, Σάντα Κρουζ, Τενερίφη)
Την ευθύνη της εισήγησης και των δραστηριοτήτων της 3 ης ημέρας του σεμιναρίου (Τετάρτη 3/4/2024) είχε η προσκεκλημένη από τον επιμορφωτικό φορέα εκπαιδεύτρια και ακτιβίστρια Rioko Fotabon.
Μετά την πρώτη γνωριμία μεταξύ εκπαιδεύτριας και επιμορφούμενων, έγινε παρουσίαση με θεματικό περιεχόμενο «Δομικός ρατσισμός και αντιρατσιστικά κινήματα. Για τι πράγμα μιλάμε;». Αρχικά, έγινε λόγος για το ιστορικό υπόβαθρο του δομικού ρατσισμού, τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε στην κατεύθυνση αυτή ο αποικισμός και η συνδεδεμένη με αυτόν σκλαβιά και η σημασία τους για την εποχή μας. Παρουσιάστηκε συνοπτικά η συνεισφορά της σκλαβιάς και της αποικιοκρατίας στη διαμόρφωση της φυλετικής ανισότητας και στη συγκρότηση προκαταλήψεων και αντιθετικών στερεότυπων μεταξύ του δυτικού κόσμου και των χωρών του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου» (Global South), σε βάρος του δεύτερου.
Ακολούθησε σύντομη εισαγωγή σε τέσσερεις βασικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις όσο αφορά τη συμπερίληψη των μαθητών με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο στις διαδικασίες μάθησης, δηλαδή α) την πολυπολιτισμική, β) την διαπολιτισμική, γ) την αντιρατσιστική και δ) την απο-αποικιοκρατική και τις μεταξύ τους ομοιότητες, διαφορές και συσχετίσεις. Ακόμη, έγινε εκτενής αναφορά στην έννοια και την αξία της «διατομεακότητας» (intersectionality) στην προσέγγιση των ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και παρατέθηκαν σχετικά παραδείγματα.
Με εργασία σε ομάδες, έλαβε χώρα ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων αναφορικά με τις πρακτικές εφαρμογές και εκδηλώσεις του δομικού ρατσισμού σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως είναι οι διακρίσεις και ανισότητες που αφορούν την πρόσβαση στην απασχόληση και την εκπαίδευση, τους φορείς υγείας και πρόνοιας, την αναγνώριση/νομιμοποίηση των επίσημων ταυτοποιητικών κ.ά. εγγράφων, αλλά και τα εγκλήματα ρατσιστικού μίσους, η αστυνομική βία, η καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων κ.τ.ό.
Σε συνέχεια των παραπάνω, έγινε αναφορά στο δίπολο καταπίεση-προνόμιο. Ειδικότερα, με τον όρο καταπίεση εννοείται ένας συνδυασμός προκατάληψης και θεσμικής εξουσίας που δημιουργεί ένα σύστημα το οποίο τροφοδοτεί διακρίσεις σε βάρος ορισμένων κοινωνικών ομάδων, περιορίζοντας την ισότιμη πρόσβασή τους σε ευκαιρίες και πόρους ζωής και τοποθετώντας τις στο περιθώριο της κοινωνίας. Παραδείγματα καταπίεσης είναι ο ρατσισμός, η τρανσφοβία, η ομοφοβία, o σεξισμός κ.ά. Από την άλλη, τα προνόμια είναι κοινωνικά πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν τα άτομα που ανήκουν στις κυρίαρχες ομάδες μέσα στην κοινωνία.Το προνόμιο ή η καταπίεση δεν κερδίζεται αλλά είναι δεδομένο για την ομάδα στην οποία κάποιος/α ανήκει. Στην περίπτωση του «λευκού» προνομίου, οι λευκοί έχουν πρόσβαση σε περισσότερους πόρους,
καλύτερη ποιότητα ζωής, σεβασμό και πολλά άλλα πλεονεκτήματα, μόνο και μόνο επειδή είναι λευκοί. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η δυνατότητα ενοικίασης σπιτιού χωρίς το χρώμα του δέρματος να αποτελεί πρόβλημα, το αίσθημα αντιπροσώπευσης σε βιβλία και μέσα ενημέρωσης, η έλλειψη φόβου ότι θα δεχθούν επίθεση από την αστυνομία κ.λπ. Αυτό το σύστημα, ως κοινωνική δομή που παράγει και διατηρεί την ανισότητα, μπορεί να παρομοιαστεί με ένα νόμισμα, στην επάνω όψη του οποίου βρίσκονται οι κυρίαρχες και προνομιούχες ομάδες σε αντίθεση με την κάτω όψη, όπου τοποθετούνται οι ομάδες που υφίστανται την καταπίεση.
Γενικά, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα ρατσισμού: 1) Προσωπικό. Οι ιδέες, πεποιθήσεις και προκαταλήψεις που έχουν τα άτομα. 2) Διαπροσωπικό. H έκφραση ρατσισμού μεταξύ των ατόμων. 3) Θεσμικό. Η μεροληπτική μεταχείριση, οι πολιτικές και πρακτικές διακρίσεων, εντός οργανισμών και ιδρυμάτων. 4) Δομικό. Το σύστημα, στο οποίο οι δημόσιες πολιτικές, οι θεσμικές πρακτικές και άλλες νόρμες διαιωνίζουν τη φυλετική ανισότητα. Στον αντίποδα, ο αντιρατσισμός είναι κοινωνικό και πολιτικό κίνημα - με επικεφαλής τις έγχρωμες κοινότητες που επηρεάζονται από τον ρατσισμό - και αγωνίζεται για τα δικαιώματα όσων βιώνουν οποιαδήποτε μορφή ρατσισμού. Ωστόσο, η υποστήριξη του κινήματος θα λέγαμε ότι είναι μια ηθική υποχρέωση για κάθε δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτη, αν ισχύει ότι «σε μια ρατσιστική κοινωνία, δεν αρκεί να είμαστε μη ρατσιστές, πρέπει να είμαστε αντιρατσιστές». Ακολούθησε η διάκριση μεταξύ ενεργού και παθητικού ρατσισμού και, αντίστοιχα, ενεργού και παθητικού αντιρατσισμού. Οι συμμετέχοντες διερεύνησαν σε ομάδες και κατόπιν στην ολομέλεια συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς, με τους οποίους οι άνθρωποι γίνονται ενεργοί ή παθητικοί ρατσιστές και ενεργοί ή παθητικοί αντιρατσιστές. Στο ερώτημα πώς μπορεί κανείς να γίνει αντιρατσιστής, μπορούμε να ξεκινήσουμε από μερικές βασικές κατευθύνσεις:
1) Έλεγξε τον εαυτό σου! Να αναγνωρίσεις τη δική σου θέση στο κόσμο και τα προνόμιά σου. Προκάλεσε τις πεποιθήσεις σου και συνέχισε να μαθαίνεις για τα συστήματα καταπίεσης και τις πρακτικές τους. 2) Ξεκίνα τοπικά! Πάρε μέρος σε δίκτυα αμοιβαίας υποστήριξης και μην γίνεσαι συνένοχος στη σιωπή έναντι της ρατσιστικής βίας.
3) Χρησιμοποίησε τη φωνή σου για να καταπολεμήσεις τον ρατσισμό και ανάλαβε την κοινωνική σου ευθύνη. Ο ρατσισμός δεν είναι πρόβλημα που πρέπει να πολεμηθεί αποκλειστικά από ανθρώπους με σκούρο χρώμα.
4) Υποστήριξε τους έγχρωμους ανθρώπους, τα κινήματα και τις επιχειρήσεις τους. Στο ίδιο πλαίσιο, αξιοποιήθηκε η προοπτική του Ibram X. Kendi, ενός από τους πιο σημαντικούς μελετητές στον κόσμο για τον ρατσισμό, ο οποίος καταρρίπτει τους μύθους και τα ταμπού που θολώνουν την κατανόησή μας για τον ρατσισμό και παρουσιάζει μια ριζικά νέα προσέγγιση για την αντιμετώπιση του. Δείχνει πώς όλοι είμαστε, κατά καιρούς, συνένοχοι στη διατήρηση της δομής του ρατσισμού, αν και σπάνια το συνειδητοποιούμε, και μας δίνει τα εργαλεία για να εντοπίσουμε και να αλλάξουμε αυτές τις συμπεριφορές, περνώντας από τη ζώνη του φόβου σε αυτή της μάθησης και τελικά της ανάπτυξης.
Προς το τέλος της συνάντησης, δόθηκε προς επεξεργασία και ως αφετηρία για συλλογική συζήτηση κείμενο με τίτλο «Ουδετερότητα στον ρατσισμό». Σε αυτό, μεταξύ άλλων, υπογραμμίστηκε η διττή φύση του ρατσισμού, ως αποκλεισμός για τους μεν και ως προνόμιο για τους δε, η ανάγκη ενημέρωσης και εκπαίδευσης, όσο αφορά τα ζητήματα του συγκεκριμένου πεδίου και η ευθύνη της συστράτευσης με ενσυναίσθηση στο πλευρό των μειονεκτούντων κοινοτήτων. Τελικά, το εν λόγω κείμενο έθεσε σε διάλογο τους τρόπους δέσμευσης σε αντιρατσιστικές πρακτικές στην καθημερινή ζωή, στην εκπαίδευση και στους χώρους εργασίας και με επικεντρωμένο το ενδιαφέρον στις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες ανθρώπων.